Friday, January 26, 2007

Μπεζ


Η Μπεζ μας βρήκε στο καινούργιο μας σπίτι. Ακολούθησε την μυρωδιά της και βρήκε το μπωλ με το καθημερινό φαγητό για τα αδέσποτα.

Έκτοτε, τυπική ερχόταν κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Την φωνάζαμε "Μπεζάκι" για να την ξεχωρίσουμε από τα λοιπά αδεσποτάκια μας. Τελικά, το όνομα αυτό της έμεινε... Το Μπεζάκι έτρωγε και στη συνέχεια κοιτούσε με τις ώρες με τα τεράστια μάτια της μέσα από την τζαμαρία το γατόπιστο. Ήταν περήφανη, ωστόσο είχε ένα παράπονο και μια περιέργεια στο βλέμμα της "γιατί άραγε να μην μπορώ να μπω κι εγώ μέσα;".

Ο Δ ανέλαβε να την στειρώσει μετά την πρώτη γέννα της. Γρήγορα διαπιστώσαμε ότι ήταν γατούλα με ειδικές ανάγκες... ήταν κουφή. Τί τύχη θα είχε ένα κουφό γατί σε μια γειτονιά της Λεωφ. Αλίμου;

Ο κανόνας "τελίας και παύλας" δεν ήθελε κάτι παραπάνω για να σπάσει...

Η Μπεζ δεν είναι σαν τα υπόλοιπα γατιά. Κοιμάται πολλές ώρες την ημέρα και συνήθως κρύβεται διότι τα υπόλοιπα γατιά του γατόσπιτου την κυνηγάνε. Στο ζωϊκό βασίλειο, μειονεκτικά ζώα γίνονται αντιληπτά από τα υγιή και συχνά κακοποιούνται... Στο ζωϊκό βασίλειο δεν συγχωρείται η αναπηρία...


Προστατεύουμε την Μπεζ, όσο μπορούμε. Αποφασίσαμε να της χαρίσουμε την ζωή μέσα στο σπίτι, αφού έξω δεν είχε καμία ελπίδα... Ως αντάλλαγμα, είναι πολύ χαδιάρα με εμάς (μόνο) και μικροσκοπική στο σώμα. Το υποκοριστικό της είναι "μικρούλα"...
Ο Χουζούρης την μισεί θανάσιμα... Ο Παύλας και η Ruby την κυνηγάνε... Μόνο ο Τελίας φαίνεται να της χαρίζει την αδιαφορία του, αρκεί να μην τύχει να μοιραστεί το πιάτο του...

Τελίας και Παύλας...



Κι εκεί που ήμουν αποφασισμένη πως δύο γάτες (Χουζούρης και Ruby) ήταν υπέρ αρκετές, δύο δίδυμες ψιχούλες, πολύ πολύ πεινασμένες και παραπονιάρες μας χτύπησαν την πόρτα του γατόσπιτού μας. Ήρθαν ξεχωριστά στην αρχή... Προφανώς ο Παύλας -ο πιο κοινωνικός- εντόπισε τον Δ μου αργά ένα βράδυ του καλοκαιριού του 2004. Μετά, όπως αποδείχθηκε έπεσε το παρασύνθημα ("ΦΑΓΗΤΟ") και ήρθε και ο αδερφός του, ο αλαφροϊσκιωτος Τελίας. Δεν θέλαμε να υιοθετήσουμε ένα ακόμη γατί... πολλώ δε μάλλον δύο!

Τα διδυμάκια μας πολιόρκησαν... Δεν έφευγαν από την αυλόπορτά μας. Λίγες ημέρες μετά μάθαμε ότι είχαν στην κυριολεξία πεταχτεί στο δρόμο όταν το "αφεντικό" τους που είχε και την μητέρα τους, έφυγε για διακοπές και έκανε το φυσιολογικότατο για τους Έλληνες. Τα έβγαλε στο δρόμο, να ψαρεύουν τροφή από τα σκουπίδια...

Όταν τα πρωτοαφήσαμε να μπούν στο σπίτι, μας έκανε εντύπωση πόσο εξοικειωμένα ήταν με αυτό. Επίσης, δεν θα ξεχάσω τα χουρχουρητά και τα χάδια τους όταν τους έβαλα φαγητό για πρώτη φορά. Βρήκα σε αυτά τις πτυχές της γατίσιας προσωπικότητας που πάντα λαχταρούσα και που ο Χουζούρης δεν μου έδινε...

Τα υιοθετήσαμε... και τα ονομάσαμε Τελία και Παύλα, εννοώντας ότι με την υιοθεσία τους μπαίνει και κυριολεκτικά ".-" στο γατόσπιτό μας...

Όμως όταν ο άνθρωπος σχεδιάζει, ο Θεός χαμογελά...


Γνωριμία με το μαύρο...


Λατρεύω τις γάτες... Αυτό με χαρακτηρίζει. Άνοιξα μία σελίδα του GOOGLE και στην αναζήτηση έβαλα ακριβώς αυτό "ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ". Και έπεσα πάνω στα blogs του doncat. Και ζήλεψα. Κάθε γάτος δικαιούται το δικό του blog. Πολλώ δε μάλλον ο Χουζούρης. Έτσι δημιουργήθηκε αυτή η σελίδα. Που θα εμπλουτίζεται καθημερινά και θα μένει πάντα ίδια, γεμάτη από αγάπη για τις γάτες. Αυτή η αγάπη κατακλύζει τη ζωή μου... Και γι' αυτήν θα γράψω...

Τον Χουζούρη τον περίμενα στη ζωή μου. Ήξερα το όνομά του και τον αναζητούσα. Και τον βρήκα το καλοκαίρι του 2002 στην Φολέγανδρο. Γνωστή ιστορία: 2 εγκαταλελειμένα γατάκια που όλοι τα έδιωχναν, όλοι τα απωθούσαν. Μίασμα! Τα είδα και αρρώστησα! Έπρεπε κάτι να κάνω γι' αυτά πριν να είναι αργά -ήταν μόλις ημερών όταν τα είδα. Και έκανα! Βρέθηκε σπίτι για το ένα από τα δύο (αρκεί να το έφερνα στην Αθήνα) και αμέσως μόλις έγινε αυτό είπα ότι θα υιοθετήσω αυτό που θα ξεμείνει. Την β' επιλογή. Και το έκανα. Η Abbie πήγε σε καλό σπίτι. Και απέμεινε το μαυράκι...

Εξαιτίας του αγάπησα το μαύρο. Είναι ο σιωπηλός σύντροφός μου, η σκιά που με ακολουθεί σε κάθε δωμάτιο. Το βραχνό νιαούρισμα στην αυλόπορτα. Δεν μπορώ να αποκοιμηθώ αν δεν τον νιώσω δίπλα μου. Παραστάτης στα όνειρά μου.

Ο Χουζούρης δεν είναι αυτό που λέμε εκδηλωτικός γάτος. Ούτε χαδιάρης. Είναι τσαντίλας όταν τον πιάνω, εφόσον ο ίδιος δεν το έχει επιδιώξει. Είναι όμως και αφοσιωμένος σε εμένα. Δεν με έχει προδώσει ποτέ. Είναι το μεταμεσονύχτιο χουρχούρισμα μέσα στα όνειρά μου. Νιώθω τόσο οικεία μαζί του, όσο με την σκιά μου... Είθε να μην νυχτώσει ποτέ!